- προσποιητῆς
- προσποιητόςtaken to oneselffem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσποιητής — ὁ, Α [προσποιοῡμαι] αυτός που προσποιείται, ο υποκριτής … Dictionary of Greek
προσποιητοῦ — προσποιητής simulator masc gen sg προσποιητός taken to oneself masc/neut gen sg προσποιητός taken to oneself masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιητῇ — προσποιητής simulator masc dat sg (attic epic ionic) προσποιητός taken to oneself fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιητήν — προσποιητής simulator masc acc sg (attic epic ionic) προσποιητός taken to oneself fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιητῶν — προσποιητής simulator masc gen pl προσποιητός taken to oneself fem gen pl προσποιητός taken to oneself masc/neut gen pl προσποιητός taken to oneself masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιητά — προσποιητά̱ , προσποιητής simulator masc nom/voc/acc dual προσποιητής simulator masc voc sg προσποιητής simulator masc nom sg (epic) προσποιητός taken to oneself neut nom/voc/acc pl προσποιητά̱ , προσποιητός taken to oneself fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek